Dictionary of Greek. 2013.
μαλλιοτράβηγμα — και μαλλοτράβηγμα, το [μαλλιοτραβώ] έντονος διαπληκτισμός, μεγάλος τσακωμός με αλληλοτράβηγμα τών μαλλιών … Dictionary of Greek